- χαράκιον
- τὸ, ΜΑβλ. χαράκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαράκιον — tessera neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίου — χαράκιον tessera neut gen sg χαρακίας of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακίων — χαράκιον tessera neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκια — χαράκιον tessera neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek